- οπλοπωλείον
- το оружейный магазин
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οπλοπωλείο — το κατάστημα πώλησης όπλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπλοπώλης. Η λ., στον λόγιο τ. ὁπλοπωλεῖον, μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα] … Dictionary of Greek